ασυνέριστος

ασυνέριστος
η , ο
1) незлопамятный; 2) относящийся снисходительно, проявляющий терпимость (к чьим-л. капризам, обидным словам и т. п.); 3) на чьи капризы или на обидные слова которого нельзя обижаться (о детях, больных)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ασυνέριστος" в других словарях:

  • ασυνέριστος — και ασυνόριστος, η, ο [συνερίζομαι] 1. εκείνος τον οποίο δεν συνερίζεται κάποιος, δεν τον παίρνει δηλαδή στα σοβαρά 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει να συνερίζεται κανείς, ακόμη και αν προκαλείται («ο γέρος είναι ασυνέριστος») 3. μαλακός, ανεκτικός …   Dictionary of Greek

  • ασυνέριστος — η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δε συνερίζεται κανείς, δεν τον παίρνει στα σοβαρά: Τέτοιους ανθρώπους τους αφήνει κανείς ασυνέριστους. Ουσ. ασυνερισιά, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασυνερισιά — η [ασυνέριστος] το να μην οργίζεται κανείς από τις πράξεις ή τα λόγια κάποιου άλλου, ανεκτικότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»